Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ

Τελικά, ο Κ. Καραμανλής, μπροστά στα αδιέξοδα της πολιτικής του και υπό την πίεση ξένων κέντρων και των εντοπίων μεσαζόντων τους, αναγκάστηκε να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, δηλ. να παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας 2 χρόνια πριν από τη λήξη της θητείας του.

Η ζημιά στην οικονομία ως δικαιολογία

Επικαλέστηκε τη ζημιά στην οικονομία από μια ενδεχόμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο 6 μηνών και ζήτησε να τον ξαναψηφίσει ο λαός, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση με την «ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων». Ονομάζει «μεταρρυθμίσεις» την ανάλγητη οικονομική και κοινωνική πολιτική που υπαγορεύεται από τις Βρυξέλες, που αφαιρεί εισόδημα (άρα και αγοραστική δύναμη) από το λαό και γιγαντώνει τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών. Αλλά αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» και η γενικότερη πρόσδεση στο άρμα της Ε.Ε. και (μέσω αυτής) στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης είναι που προκάλεσαν τη ζημιά στην οικονομία και η ολοκλήρωσή τους θα οδηγήσει στην επιδείνωση της κρίσης και όχι στην υπέρβασή της. Η ζημιά από την ενδεχόμενη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο δε θα ήταν στην οικονομία, αλλά στους τραπεζίτες και λοιπούς μεγαλοεπιχειρηματίες (τους οποίους η κατεστημένη ορολογία αποκαλεί «οικονομία»), που απαιτούν την «ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων», κάτι που δεν μπορεί να κάνει σε προεκλογική περίοδο καμιά κυβέρνηση, γιατί θα καταποντιστεί (βλ. ειδικό άρθρο).

Ανικανότητα και αναποφασιστικότητα

Αλλά κι αν τα πράγματα ήσαν ακριβώς όπως τα παρουσίασε ο Κ. Καραμανλής, δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει πειστικά γιατί δεν έκανε διπλές εκλογές τον Ιούνιο, οπότε και τη χώρα (και την οικονομία) δε θα ταλαιπωρούσε με συνεχείς εκλογές και ο ίδιος και το κόμμα του θα έχαναν αξιοπρεπώς με μικρή διαφορά (μικρότερη, ασφαλώς, του 3,5% των ευρωεκλογών) και θα μπορούσαν να επανέλθουν σύντομα στην εξουσία. Ό,τι επικαλέστηκε τώρα ίσχυε και τον Ιούνιο και επιπλέον δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει ούτε τις φωτιές του καλοκαιριού, ούτε την ενίσχυση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, ούτε την επαύξηση των φαινομένων αποσύνθεσης στο κόμμα του. Αν όμως εξηγούσε, θα έπρεπε να ομολογήσει ότι για άλλη μια φορά απεδείχθη ανίκανος να πάρει μια δύσκολη απόφαση, ότι για άλλη μια φορά επέδειξε αναβλητικότητα και διόγκωσε το πρόβλημα.
Τώρα φαίνεται ότι θα χάσει με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά, που ίσως σημάνει και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Κάποιοι, μάλιστα, διερωτώνται μήπως πράγματι αυτή είναι η βαθύτερη επιθυμία του (ισχυρίζονται ότι και στην αρχηγία της Ν.Δ.-υποψήφιος πρωθυπουργός βρέθηκε χωρίς να το πολυσυνειδητοποιήσει).

Οι πιέσεις των ξένων

Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα φύλλα της «Ε», ο Κ. Καραμανλής εκπροσωπεί τα συμφέροντα μιας όχι μεγάλης μερίδας του ξένου παράγοντα και των εντοπίων μεσαζόντων της, γι’ αυτό δεν παρεκκλίνει καθόλου από τις κατευθύνσεις της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που οδήγησαν τον ελληνικό λαό σε δυσπραγία έως απόγνωση και αφαίρεσαν από την κυβέρνησή του και τον ίδιο το κρίσιμο ποσοστό της λαϊκής υποστήριξης.
Στην εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα κινήθηκε στα πλαίσια του «ανήκομεν εις την Δύσιν», αλλά ανέθεσε το χειρισμό τους σε έμπειρους και σοβαρούς πολιτικούς, όπως ο Π. Μολυβιάτης και ο Κ. Παπούλιας, τον οποίο μάλιστα προώθησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, με θετικά αποτελέσματα την απελευθέρωση του κυπριακού ελληνισμού κατά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, τη συμφωνία Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης και γενικότερα τα ανοίγματα προς τη Ρωσία και το βέτο στο Βουκουρέστι για τα Σκόπια.
Αυτές τις παρεκκλίσεις ποτέ δεν του συγχώρεσαν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους (που, άλλωστε, τον αποδέχτηκαν ως αναγκαίο κακό το 2004), γι’ αυτό ο Κ. Καραμανλής είχε ανελέητο πόλεμο από τα ΜΜΕ των μεσαζόντων τους και σφοδρή εσωκομματική αντιπολίτευση. Στο βαθμό, μάλιστα, που έχανε λαϊκή υποστήριξη έδινε σαφή δείγματα υποχώρησης και στα εθνικά θέματα, όπως στη σύνοδο του ΟΑΣΕ στην Κέρκυρα και στον υπερτονισμό της χρησιμότητας των αγωγών αμερικανικών συμφερόντων.
Το ζήτημα της διαφθοράς, εγγενές στοιχείο του συστήματος εξάρτησης της πατρίδας μας, επηρέασε κι αυτό σημαντικά τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Καραμανλής (αναποφάσιστος πάντα) ανέχθηκε την ακραία και προκλητική συμπεριφορά κορυφαίων συνεργατών του και πήρε μέτρα μόνον όταν είχαν ήδη οργιάσει τα ΜΜΕ και του είχαν προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημιά (ενώ για αντίστοιχα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ σιωπούσαν και σιωπούν). Το κακό για τη Ν.Δ. ολοκληρώνεται με την κραυγαλέα ανικανότητά της να πατάξει την εγκληματικότητα και να επιτρέψει στους Έλληνες πολίτες να ζουν με ασφάλεια, ιδίως σε περιοχές με υπέρμετρη παρουσία ξένων.

Μετά τις εκλογές τι;

Με όλ’ αυτά και με ανύπαρκτη την αντιπολίτευση, ο Κ. Καραμανλής φαίνεται ότι θα κατορθώσει το ακατόρθωτο, όπως έγραψε εύστοχα ο Γ. Τριάντης: να τρέξει μόνος του και να βγει δεύτερος! Τρία είναι τα μετεκλογικά σενάρια που συζητούνται.
Το πρώτο είναι η αυτοδύναμη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει ήδη ανακοινώσει ότι και σ’ αυτή την περίπτωση θα χρησιμοποιήσει συνεταίρους από το ΣΥΝ και τους Πράσινους, καθώς και τεχνοκράτες, τους τελευταίους προφανώς σε ρόλους που θα προκαλέσουν τη λαϊκή αγανάκτηση. Η κυβέρνηση αυτή θα συνεχίσει την οικονομική και κοινωνική πολιτική που υπαγορεύουν οι Βρυξέλες και στα εθνικά θέματα θα είναι πειθήνιο όργανο των Αμερικανών. Η κυβέρνηση αυτή θα φθαρεί ταχύτερα και από τις κυβερνήσεις Καραμανλή, γι’ αυτό ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ (δηλ. όσοι αποφασίζουν αντ’ αυτού) φρόντισε να μειώσει στο ελάχιστο τη συμμετοχή σημιτικών και λοιπών υπόπτων στη νέα κοινοβουλευτική ομάδα, ώστε να μη χάσει τον έλεγχο του κόμματος. Όσο για τα στελέχη που διέθεταν κάτι θετικό (κάποια προσωπική εντιμότητα, κάποιο πατριωτισμό ή κάποια κοινωνική ευαισθησία) έχουν εκκαθαριστεί πλήρως προ καιρού απ’ όλα τα ηγετικά κλιμάκια του ΠΑΣΟΚ την εποχή που Σημίτης, Γιωργάκης και λοιποί εκσυγχρονιστές ανέλαβαν τον έλεγχο του κόμματος.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει μη αυτοδυναμία ΠΑΣΟΚ και μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στηρίζεται σε ψήφους συνεταίρων. Αυτό το σενάριο φαίνεται ότι απομακρύνεται, γι’ αυτό οι Πράσινοι δεν έχουν την προκλητική προώθηση από τα ΜΜΕ που είχαν στις ευρωεκλογές και μάλλον μένουν εκτός Βουλής, στο δε ΣΥΡΙΖΑ δεν «επιβάλλεται η τάξις». Σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας αυτή τη στιγμή προβάλλει σαν πιθανότερη εξέλιξη η νέα προσφυγή στις κάλπες.
Το τρίτο σενάριο είναι του μεγάλου συνασπισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, κατά τα πρότυπα της Γερμανίας, με περιθωριοποιημένο τον Καραμανλή και ίσως και το Γιωργάκη, σενάριο που συναντά μεγάλες αντιδράσεις στο εσωτερικό των δύο κομμάτων, αλλά αποτελεί τη μεγάλη επιθυμία των ξένων, των μεγαλοεπιχειρηματιών και των καναλαρχών, αφού εξασφαλίζει ευρύτατη κοινοβουλευτική συναίνεση για τις «μεταρρυθμίσεις» τους και ανοίγει το δρόμο για αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού σε μια βάση ελεγχόμενη ακόμη περισσότερο απ’ αυτούς. Τέτοια μεγάλα ανοίγματα, όμως, εμπεριέχουν το ρίσκο να χάσουν τον έλεγχο του παιχνιδιού.
Σε κάθε περίπτωση το μέλλον της χώρας προβλέπεται ζοφερό. Απαιτείται επαγρύπνηση, για να αποφευχθούν τα χειρότερα και ν’ ανοίξει κάποια στιγμή ο δρόμος για μια καλύτερη πορεία.