Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΝΕΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ

Τέσσερις είναι οι βασικοί άξονες του νέου πολυνομοσχεδίου για την παιδεία στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όμως τα τρέχοντα και χρόνια προβλήματα όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις χειροτερεύουν.

Ο ένας βασικός άξονας αφορά στο μεταβατικό σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων, όπου εισάγεται το «μάθημα - μπαλαντέρ». Ο δεύτερος άξονας αφορά στον χαρακτήρα και τις διαδικασίες εισαγωγής στα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία, τα οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους, ο τρίτος στην επιλογή των διευθυντών των σχολικών μονάδων, όπου εισάγεται για πρώτη φορά ως κριτήριο επιλογής η γνώμη του συλλόγου των διδασκόντων μέσω μυστικής ψηφοφορίας και καταργείται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων, ο τέταρτος και πολύ σημαντικός, η αλλαγή τρόπου προαγωγής των μαθητών του Λυκείου με την επαναφορά του μέσου όρου 9,5 (ουσιαστικά καταργείται το «νέο λύκειο»)  και την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων.

Για τις εισαγωγικές εξετάσεις εισάγεται το λεγόμενο «μάθημα - μπαλαντέρ», που διευρύνει την γκάμα των επιλογών για τους υποψήφιους σε 60 έως 140 σχολές. Το νέο σύστημα θα ισχύσει από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, δηλαδή από τις πανελλήνιες εξετάσεις του 2016, ενώ πρόθεση του υπουργείου είναι να ακολουθήσει διάλογος σε βάθος χρόνου ώστε να ισχύσει ένα νέο σύστημα από το 2018. Αν και δεν έχουμε δει το νέο σύστημα στην πράξη, (κάθε νέο δεν είναι κατ’ ανάγκη καλό, ειδικά αν δεν έχει μελετηθεί και διαβουλευτεί), με αυτό, ουσιαστικά συνεχίζεται η παλιά πρακτική της επιλογής όχι από μια σειρά παραγόντων που διασφαλίζουν τους καλύτερους, αλλά με το αγχωτικό για γονείς και μαθητές σύστημα των εξετάσεων, αξιοκρατικό μεν, αλλά πηγή πολλών στρεβλώσεων και αδικιών.

Η αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία ήταν μία από τις πρώτες διακηρύξεις της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας.(Με καταδίκη της αριστείας - ρετσινιάς). Τα περίπου 60 Πειραματικά και Πρότυπα σχολεία διαχωρίζονται μεταξύ τους, με τα πρώτα να επανέρχονται στον ρόλο των «δοκιμαστηρίων» σε ό,τι αφορά νέα βιβλία διδασκαλίας και αλλαγές στο αναλυτικό πρόγραμμα. Οι μαθητές στα Πειραματικά θα εισάγονται με κλήρωση, (πολύ σωστά, αρκεί να μην αποβάλλονται στη συνέχεια μαθητές λόγω επιλογής των καλύτερων),  ώστε το δείγμα των μαθητών να είναι αντιπροσωπευτικό αφού θα καλύπτει όλο τα φάσμα των μαθητικών επιδόσεων.

Όμως  τα Πρότυπα σχολεία διατηρούν τον τίτλο τους και τον χαρακτήρα τους δήθεν για ιστορικούς λόγους, οι οποίοι σαφώς εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Αυτό γίνεται προφανές, αν κάποιος μελετήσει τις τοποθεσίες λειτουργίας τους.  Αν τα Πρότυπα λειτουργούν σε πολλές περιοχές χωρίς ταξικούς γεωγραφικούς ή κοινωνικούς αποκλεισμούς, με σαφή κριτήρια και διαφάνεια, θα μπορούσαν να προσφέρουν στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.

Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται και ρυθμίσεις που αφορούν την επανίδρυση των καταργημένων ειδικοτήτων στα ΕΠΑ.Λ. Το πρόβλημα όμως της τεχνικής εκπαίδευσης δεν είναι μόνο οι ειδικότητες, ίσως είναι το μικρότερο, αλλά η ελλιπής και ανεπαρκής λειτουργία τους. Τα βιβλία είναι απαρχαιωμένα και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτα, τα εργαστήρια χωρίς σύγχρονο εξοπλισμό, αλλά με παλαιό και άχρηστο, τα προγράμματα σπουδών δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες εκπαίδευσης των μαθητών, τα πτυχία είναι υποβαθμισμένα ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα. Τα Τεχνικά Λύκεια ΕΠΑΛ έχουν γίνει η αποθήκη των εντελώς αδύνατων μαθητών, που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις ανάγκες ενός Γενικού Λυκείου.

Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα είναι γνωστή εδώ και χρόνια, αλλά οι εκάστοτε Υπουργοί Παιδείας δεν ασχολούνται, είτε διότι απαιτούνται μεγάλα κονδύλια είτε διότι οι απαιτήσεις της «αγοράς» είναι, εργάτες χωρίς προσόντα άρα και χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές απολαβές. Η Τεχνική Εκπαίδευση θα έπρεπε να είναι η αιχμή του δόρατος  μιας αναπτυσσόμενης  τεχνολογικά και οικονομικά κοινωνίας. Αντί όμως γι’ αυτό η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ακολουθεί την ίδια τακτική αδιαφορίας και κινείται μόνο για την ικανοποίηση συνδικαλιστικών αιτημάτων και προεκλογικών υποσχέσεων.

Σε ό,τι αφορά τέλος την επιλογή των διευθυντών των σχολικών μονάδων, καταργείται η συνέντευξη, που άνοιγε παράθυρο σε αυθαίρετες επιλογές, και εισάγεται η αξιολόγηση του υποψηφίου από τον σύλλογο των διδασκόντων, η γνώμη των οποίων θα προσμετράται σε ποσοστό μέχρι 33% στην τελική επιλογή. Η νέα αυτή ρύθμιση έχει το πλεονέκτημα ότι κανείς άλλος δεν ξέρει καλύτερα τους υποψηφίους για τις ικανότητες, αδυναμίες και όρεξη για δουλειά, από τους συναδέλφους τους, που καθημερινά συγχρωτίζονται μαζί τους. Δημιουργείται βέβαια  ο κίνδυνος της δημιουργίας ομάδων και κλικών για την εκλογή.

Η επιλογή στελεχών με τα λεγόμενα μετρήσιμα κριτήρια και τη συνέντευξη οδήγησε σε επιλογές κομματικά προσκείμενων στις κυβερνητικές ως τώρα παρατάξεις. Η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μια απαράδεκτης διαδικασίας αξιολόγησης των υποψηφίων από πρόσωπα που κατά τεκμήριο δεν είχαν τα προσόντα να κρίνουν τους υποψηφίους. Η κατοχή τίτλων (μεταπτυχιακών, διδακτορικών κλπ) δεν εξασφάλιζε την ικανότητα αυτών που τα είχαν σε σχέση με τους άλλους για την κατάληψη θέσης στελέχους. Ο κατέχων τίτλο δε σημαίνει αυτόματα πως είναι ικανότερος από εκείνον που δεν κατέχει.

Να λάβουμε υπόψη ακόμα πως πολλά μεταπτυχιακά ή διδακτορικά ουδόλως προσθέτουν ικανότητα στα αντικείμενα επιλογής, αφού είναι άσχετα με το πεδίο δράσης των υποψηφίων στελεχών. Τα στελέχη εκπαίδευσης που επιλέγονται μία φορά, χωρίς να αξιολογηθεί η δράση τους, επιμένουν να διεκδικούν μόρια για τη θητεία τους χωρίς ποτέ να έχει αξιολογηθεί αυτή. Από πού προκύπτει η ικανότητά τους έναντι άλλων που (με αδιαφανείς διαδικασίες δεν επιλέχτηκαν) να διοικήσουν επιτυχέστερα; Το μεγάλο κενό για τη δημοκρατική διοίκηση του σχολείου, είναι οι αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων, που καταργήθηκαν από τη ΝΔ επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή, και γι αυτό δεν υπάρχει αναφορά στο πολυνομοσχέδιο.

Για τις ρυθμίσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα υπάρξει άρθρο σε επόμενο φύλλο της «Ε».

Για άλλη μια φορά η παιδεία γίνεται θύμα προχειρότητας, λαϊκισμού και πειραματικών μεταρρυθμίσεων. Τα καίρια προβλήματα παραμένουν, (ανανέωση και βελτίωση βιβλίων, αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων σπουδών, μετεκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και της λειτουργίας των σχολείων και όλης της πυραμίδας της διοίκησης της εκπαίδευσης, χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών αναγκών), και το βάρος επικεντρώνεται στην προώθηση – εισαγωγή των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, λες και αυτό είναι το διακύβευμα της μόρφωσης και της παιδείας των ελληνοπαίδων και ολόκληρου του ελληνικού λαού. Πολλά βιβλία είναι παλαιά και ξεπερασμένα, η ύλη και ο τρόπος διδασκαλίας δεν έχουν βελτιωθεί στις τελευταίες δεκαετίες, οι στόχοι της εκπαίδευσης δεν εξυπηρετούν τις μορφωτικές ανάγκες και τη διάπλαση-διαμόρφωση της ελληνικής νεολαίας, οι εκπαιδευτικοί οικονομικά υποβαθμισμένοι και κοινωνικά παραγκωνισμένοι, δεν επιμορφώνονται και δεν υποστηρίζονται στο δύσκολο λειτούργημά τους, τα κονδύλια για την παιδεία, μειωμένα λόγω  της οικονομικής κρίσης είναι σαφώς ανεπαρκή και δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες.  Δυστυχώς, πάλι, για την Παιδεία, δεν αντιμετωπίζονται τα πιο ουσιαστικά προβλήματά της.