Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ (Θέσεις του Α.Σ.Κ.Ε.)

[Το κείμενο αυτό αποτελεί μία από τις εισηγήσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΑΣΚΕ προς τη σύνοδο των μελών, που θα οριστεί για τις αρχές του έτους. Οι παρατηρήσεις και των φίλων θα μας είναι χρήσιμες και ευπρόσδεκτες.]

Το «Μακεδονικό» αναζωπυρώθηκε με την αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων από τις ΗΠΑ με το ψευδώνυμο «Δημοκρατία της Μακεδονίας», στις 4/11/2004, την επομένη των προεδρικών εκλογών τους και αφού ο Μπους είχε εισπράξει το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων της ελληνικής ομογένειας με καθησυχαστικές δεσμεύσεις! Οι δικαιολογίες ότι ήθελαν να στηρίξουν την κυβέρνηση των Σκοπίων στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των Αλβανοφώνων (30% ήδη) και οι διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται για εχθρική ενέργεια κατά της Ελλάδας απευθύνονται προφανώς στον πολιτικά απαθή και ιστορικά αστοιχείωτο μέσο Αμερικανό. Στη χώρα μας δεν πείθουν.
Στα τελευταία χρόνια το θέμα εμφανίστηκε το 1990, όταν, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι Δυτικοί θέτουν σε εφαρμογή σχέδια εξουδετέρωσης εκείνων των ανατολικοευρωπαϊκών εθνών, τα οποία στο παρελθόν τους προέβαλαν ισχυρή αντίσταση και φοβούνται ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και στο μέλλον. Πρώτα στη σειρά το ρωσικό, το σερβικό και το ελληνικό έθνος. Πρώτο βήμα ο διαμελισμός των κρατών τους. Στη «λογική» αυτή τα επιτελεία των ΗΠΑ και των Δυτικοευρωπαίων συμμάχων τους σχεδιάζουν το γεωστρατηγικό έλεγχο των Βαλκανίων.


Η απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία

Όταν τον Ιούνιο του 1991, με τη στήριξη και καθοδήγηση των Γερμανών και των άλλων Δυτικών, ανεξαρτητοποιήθηκαν η Κροατία και η Σλοβενία, κύκλοι της άρχουσας ομάδας της ομόσπονδης «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» θεώρησαν ότι μπορούν κι αυτοί να αναβαθμιστούν σε κρατική εξουσία.
Η ενότητα αυτού του κράτους ήταν και είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι και μικρότερες ομάδες, μεταξύ των οποίων και Βλάχοι με ελληνική συνείδηση, έπρεπε να πιστέψουν ότι είναι ένα έθνος, που δικαιούται να έχει ένα κράτος. Το ιδεολόγημα, που χρησιμοποίησε ο Τίτο, ότι υπάρχει μακεδονικό έθνος, και μάλιστα ως συνέχεια των αρχαίων Μακεδόνων, φαινόταν η πιο εύκολη λύση. ’λλωστε η προπαγάνδα του τιτοϊκού καθεστώτος και η παραποίηση της ιστορίας, ακόμη και στα σχολικά βιβλία, είχαν ήδη τα αποτελέσματά τους. Έτσι με το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1991 ανακηρύσσεται η «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με τις ευλογίες των ΗΠΑ, που προορίζουν το νέο κράτος για προτεκτοράτο τους.
Για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τις θέσεις του ΑΣΚΕ, πρέπει συνοπτικά να παρακολουθήσουμε το ζήτημα από την αρχή.


Η ιστορία του «Μακεδονικού»

Από τα τέλη του 18ου και ολόκληρο το 19ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν τη βαλκανική χερσόνησο, παρουσιάζει εμφανή σημάδια φθοράς. Τότε στο αμάλγαμα εθνοτήτων που είχε δημιουργηθεί στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας (Έλληνες, Μωαμεθανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Εβραίοι) εμφανίζονται τα πρώτα σπέρματα ανταγωνισμού και εθνικών βλέψεων, που συχνά συνδέονται με τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, στα πλαίσια του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, που δημιουργείται από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρώτα το νέο ελληνικό κράτος (από το 1821) και η αυτόνομη Σερβία (1829) στοχεύουν να απελευθερώσουν τους ομοεθνείς τους στη Μακεδονία και μετά το 1870 εμφανίζονται οι ρωσοβουλγαρικές επιδιώξεις στην ίδια περιοχή.

Βουλγαρικές δραστηριότητες

Οι Βούλγαροι, παρά τη δράση τους επί Συμεών και Σαμουήλ το 10ο και αρχές 11ου αιώνα κατά την ελληνική βυζαντινή περίοδο, άργησαν να αποκτήσουν εθνική βουλγαρική συνείδηση. Οι Οθωμανοί, ως αντιπερισπασμό για τις ελληνικές και σερβικές επιδιώξεις, «αναγνώρισαν» το 1870 το Αυτόνομο (από το Οικουμενικό Πατριαρχείο) Βουλγαρικό Εξαρχείο. Οι Ρώσοι, επιδιώκοντας έξοδο στο Αιγαίο, με το ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78) και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δημιουργούν δια μιας ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος, που περιελάμβανε Ανατολική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. [Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Ρώσοι, περνώντας μέσα από τη σημερινή Βουλγαρία, νόμιζαν ότι περνούν από την Ελλάδα, γιατί παντού άκουγαν την ελληνική γλώσσα, ιδίως στις πόλεις.]
Η συνθήκη αυτή ποτέ δεν ίσχυσε, γιατί μετά 3 μήνες το Συνέδριο του Βερολίνου κατάργησε τη «Μεγάλη Βουλγαρία» και αναγνώρισε την «ηγεμονία της Βουλγαρίας» (το βόρειο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας) και την «Ανατολική Ρωμυλία» (το νότιο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας) ως αυτόνομη οθωμανική επαρχία, την οποία όμως προσάρτησε με πραξικόπημα η Βουλγαρία το 1885.
Οι Βούλγαροι δεν παραιτούνται ούτε από τις βλέψεις τους για τη Μακεδονία. Ιδρύουν το «κομιτάτο» και αρχίζουν προπαγάνδα στους σλαβοβουλγαρικούς πληθυσμούς, για να τους αποσπάσουν από την επιρροή του Πατριαρχείου (Εξαρχικοί εναντίον Πατριαρχικών). Με την εξέγερση του Ίλιντεν και την ανακήρυξη της «Δημοκρατίας του Κρουσόβου» (1903) επιδιώκουν την «Αυτόνομη Μακεδονία», με σκοπό στη συνέχεια να την προσαρτήσουν κι αυτήν, κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Ο ελληνισμός της Μακεδονίας κινδυνεύει, παρότι αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού. Γι’ αυτό ξεκινά ο «Μακεδονικός Αγώνας», με τους Οθωμανούς να ευνοούν την αλληλοεξόντωση Ελλήνων και Σλαβοβουλγάρων, μέχρι το 1908, με το Κίνημα των Νεοτούρκων.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και την ήττα των Τούρκων η διαμάχη φαίνεται να λύνεται και η Μακεδονία κατανέμεται ανάμεσα στην Ελλάδα (52%), τη Σερβία (38%) και τη Βουλγαρία (10%), σύμφωνα με το υπερισχύον εθνικό στοιχείο, εκτός της νότιας Σερβίας (σημερινά Σκόπια), όπου η πλειονότητα των κατοίκων είχαν βουλγαρική εθνική συνείδηση και σλαβοβουλγαρική γλωσσική διάλεκτο.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18) οι Βούλγαροι συντάσσονται με τη Γερμανία, ηττώνται και με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919) περιορίζονται στη σημερινή επικράτειά τους και αποδέχονται εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών. Φεύγουν 92.000 Βούλγαροι από την Ελλάδα και 46.000 Έλληνες από τη Βουλγαρία και παύει πλέον να υπάρχει εθνολογική βάση στις βουλγαρικές βλέψεις. Το ισχυρό, άλλωστε, ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας ενισχύεται ακόμη περισσότερο με τους 600.000 πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Όμως, οι εθνικιστικοί κύκλοι της Βουλγαρίας επαναφέρουν το σχέδιο της «Αυτόνομης Μακεδονίας» και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας (Δημητρώφ) συντάσσεται μ’ αυτούς, αλλά στο πλαίσιο του «οράματος» μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, που προωθεί η Ρωσία (Σοβιετική Ένωση πλέον από το 1917) μέσω της Κομιντέρν (Γ΄ Διεθνούς), για μελλοντική έξοδό της στο Αιγαίο. Το νεαρό ΚΚΕ συντάσσεται με το σχέδιο αυτό, παρά τις αντιδράσεις στους κόλπους του, παρέχοντας έτσι την αφορμή για τις διώξεις εναντίον του με το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, αλλά το 1935 το αποκηρύσσει.
Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βουλγαρία συντάσσεται πάλι με τη Γερμανία, καταλαμβάνει την Ανατολική Μακεδονία, επιχειρεί το βίαιο αφελληνισμό της, αλλά τελικά πάλι ηττάται και αποχωρεί. Στη συνέχεια, ως μέλος πια του σοβιετικού μπλοκ και υπό την πίεσή του, αποδέχεται το τιτοϊκό σχέδιο περί «αλύτρωτου μακεδονικού έθνους», με αντάλλαγμα τη στήριξη του Τίτο για βουλγαροποίηση της Δυτικής Θράκης. Μετά την αποσκίρτηση του Τίτο από το σοβιετικό μπλοκ η Βουλγαρία αποκηρύσσει το τιτοϊκό σχέδιο ως «εθνικά απαράδεκτο». Έκτοτε η Βουλγαρία και ως «σοσιαλιστική» και με το σημερινό της καθεστώς δε φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να εγείρει προβλήματα, παρά την ύπαρξη του εθνικιστικού κόμματος VMRO και στη Βουλγαρία και στα Σκόπια.

Το τιτοϊκό σχέδιο

Το 1919 ιδρύθηκε η Γιουγκοσλαβία με συμφωνία των Σέρβων και των (μέχρι τότε κατεχομένων από την Αυστρουγγαρία) Κροατών και Σλοβένων. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αναπτύχθηκε στη Γιουγκοσλαβία ισχυρό αντιστασιακό κίνημα, με κύριο στοιχείο το Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τον Τίτο, με στόχους που είχε ορίσει η Κομιντέρν: αγώνας κατά των φασιστών και των ταξικών (πολιτικών) αντιπάλων, με προοπτική ένα σοσιαλιστικό, σοβιετικού τύπου, καθεστώς. Ο (Κροάτης) Τίτο σχεδίασε μια μεταπολεμική ομοσπονδιοποίηση της Γιουγκοσλαβίας, με μέλη τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία. Για να περιορίσει το σερβικό εθνικισμό, πρόσθεσε ένα επιπλέον μέλος στο νότιο τμήμα της Σερβίας και ένα ημιαυτόνομο Κόσοβο (κοιτίδα των Σερβων, απ’ όπου εκδιώχτηκαν αππό τους Οθωμανούς και τους ακολουθούντες Αλβανούς).
Όμως, η πλειονότητα των Σλάβων της νότιας Σερβίας είχαν αποκτήσει βουλγαρική εθνική συνείδηση. Η περιοχή τους ονομαζόταν Βαρντάσκα ή Βάρνταρ Μπανόβινα = Διοίκηση του Βαρδάρη. Ανάμεσά τους ζούσαν ισχυρές μειονότητες (σερβικές, ελληνικές, ελληνοβλαχικές και αλβανικές). Ο Τίτο, για να αποτρέψει βουλγαρική επιρροή στην περιοχή, συνέλαβε την ιδέα να πείσει τους Βουλγαροσλάβους κατοίκους της ότι αποτελούν τη συνέχεια του αρχαίου μακεδονικού έθνους(!), με νεότερες μικρές σλαβικές προσμίξεις. Με την επινόηση αυτή μπορούσε παράλληλα να εγείρει αξιώσεις σε ολόκληρη τη γεωγραφική Μακεδονία, παρά το ότι μια τέτοια προπαγανδιστική κατασκευή απευθυνόταν σε μια πολύ μικρή μειονότητα δίγλωσσων (7% τότε στην ελληνική Μακεδονία, σήμερα ασήμαντη, και καθόλου στη βουλγαρική Μακεδονία του Πιρίν).
Υπήρχε, όμως, ένας μεγάλος κίνδυνος για τον Τίτο: Αφού όλοι γνώριζαν ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Έλληνες, θα μπορούσε το ιδεολόγημα να γυρίσει μπούμεραγκ και η Ελλάδα να εγείρει αξιώσεις στην περιοχή αυτή, απευθυνόμενη σε ... ομοεθνείς της. Για να αντιμετωπίσει και αυτό τον κίνδυνο, ο Τίτο ξεκίνησε συγχρόνως την προπαγάνδιση της θεωρίας ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες !!
Η προσπάθεια του Τίτο να επεκτείνει την επιρροή του και την κυριαρχία του στις γειτονικές χώρες φάνηκε με την πρότασή του για ίδρυση κοινού βαλκανικού στρατηγείου και από την πρότασή του προς το ΚΚΕ να σχηματιστεί στα πλαίσια του ελληνικού αντάρτικου ξεχωριστή σλαβομακεδονική οργάνωση, η ΣΝΟΦ, που θα κατευθυνόταν πολιτικά από τον Τίτο. Το ΚΚΕ δέχτηκε την ίδρυση της ΣΝΟΦ στο τέλος του 1943, της οποίας η τρομοκρατική δράση εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας (ανάλογη των Βουλγάρων κομιτατζήδων πριν 40 χρόνια) προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους του ΕΑΜ. Έτσι η στάση του ΚΚΕ απέναντι σ’ αυτή την οργάνωση ήταν αντιφατική σ’ όλη τη διάρκεια και των δύο αντάρτικων, με τελική στάση (31/1/1949) την αποδοχή των τιτοϊκών και, μάλιστα, συνοδευόμενη με την επάνοδο στην προπολεμική θέση της Κομιντέρν για δημιουργία ανεξάρτητου «μακεδονικού» κράτους, που θα περιελάμβανε όλο το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας! Ό,τι χρειαζόταν, για να ολοκληρωθεί η απομόνωση του δεύτερου αντάρτικου και η συντριβή του. Μετά τη λήξη του εμφυλίου μαζί με τους επιζήσαντες Έλληνες αντάρτες έφυγαν και οι τιτοϊκοί. Τα μεγαλεπίβολα σχέδια του Τίτο για απόσπαση εδαφών από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία είχαν αποτύχει.
Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας το 1944 ο Τίτο εφάρμοσε τα σχέδιά του για τη δόμηση του κράτους του. Οι θεωρίες του αποδείχτηκαν ανεπαρκείς για τις επεκτατικές του επιδιώξεις, αλλά πολύτιμες για τις εσωτερικές του σκοπιμότητες. Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν υποφέρει από τις διαδοχικές αλληλοδιώξεις Βουλγάρων και Σέρβων. Η «Μακεδονία» έγινε μία από τις ομόσπονδες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και άρχισε μια απλόχερα χρηματοδοτούμενη υπερπροσπάθεια προπαγάνδισης των θεωριών του Τίτο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν μετανάστες, κυρίως ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία. Οι Δυτικοί υποστήριξαν τις θεωρίες του Τίτο, για να τον αποσπάσουν από το σοβιετικό μπλοκ. Οι Σοβιετικοί επίσης, για να μη χάσουν εντελώς την επιρροή τους. Οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις, υπό αγγλοαμερικανική προστασία, δεν προέβαλαν σχεδόν καμιά επίσημη αντίδραση. Η προπαγάνδα του τιτοϊκού καθεστώτος έφερε αποτελέσματα. Σήμερα το 34% των κατοίκων του κράτους των Σκοπίων πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου!!


Σύντομη ιστορική επισκόπηση της Μακεδονίας


Αρχαίοι χρόνοι

Κατά την αρχαιότητα κανείς δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι οι Μακεδόνες (μακεδνός = μακρόσωμος) ήταν ελληνικό φύλο. Ανήκε στους Ηρακλείδες (Δωριείς) και κατά την κάθοδο των Δωριέων παρέμειναν στην περιοχή μεταξύ Καστοριάς και Βέροιας. Αγροτική κοινωνία, με αριστοκρατική (φεουδαρχική) οργάνωση, παρέμεινε καθυστερημένη, σε σχέση με τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις στην κεντρική και νότια Ελλάδα, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, οπότε πυκνώνουν οι επαφές και επιρροές με τους νοτιότερους ομοεθνείς τους. Στην πρωτεύουσά τους Πέλλα (και μετά τις Αιγές) παρέμεναν Αθηναίοι τραγικοί ποιητές και παρουσίαζαν τις τραγωδίες τους (στην ελληνική γλώσσα, βέβαια). Οι Μακεδόνες συμμετείχαν στους Πανελλήνιους Αγώνες και σε εορτές, όπου μόνον Έλληνες συμμετείχαν.
Από τον 5ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να εξαπλώνονται προς όλες τις διευθύνσεις και στα μέσα του 4ου αιώνα είχαν καταλάβει όλη τη σημερινή Μακεδονία, εξελληνίζοντας διάφορα γηγενή θρακικά φύλα της περιοχής, συγγενικά των ελληνικών, τα οποία είχαν ήδη αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με τους Έλληνες, που κατείχαν όλα τα παράλια εδάφη της σημερινής Μακεδονίας και Θράκης με τις πολυάριθμες αποικίες τους.
Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. οι Μακεδόνες αποτελούν το ισχυρότερο ελληνικό κράτος (κυρίως επί Φιλίππου) και σ’ αυτούς στρέφεται η προσδοκία να ηγηθούν της πανελλήνιας ιδέας (Ισοκράτης – Αισχίνης), της ένωσης των Ελλήνων και της εκστρατείας κατά των Περσών. Μόνον ο Δημοσθένης δε δέχεται υποβιβασμό της αθηναϊκής υπεροχής και στη ρητορική πολεμική του αποκαλεί το Φίλιππο βάρβαρο! Ακόμη και η αντιμακεδονική μερίδα του νότιου ελληνισμού δεν υιοθετεί τη ρητορική αυτή υπερβολή, αν και διαισθάνεται την απειλή κατά του δημοκρατικού κράτους- πόλης και το ουσιαστικό τέλος του. Μετά τη νίκη στο Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος έστειλε νικητήριο αφιέρωμα στον Παρθενώνα: «Αλέξανδρος και οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων ...». Τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα μεταδίδει από τη Θράκη μέχρι την Ινδία.

Βυζαντινή περίοδος

Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση (2ος αιώνας π.Χ.) μικρός μόνο αριθμός Ρωμαίων και Ιταλιωτών έρχεται στην ελληνική Μακεδονία και ιδιαίτερα σε περάσματα, όπου οι φρουροί μεταδίδουν και τη γλώσα τους (πρόγονοι των Ελλήνων βλαχόφωνων). Η ελληνικότητα της Μακεδονίας κυριαρχεί και στην πρώτη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας, με μεγάλο κέντρο τη Θεσσαλονίκη.
Οι επιδρομές των Γαλατών (Κελτών), των Γερμανών, των Ούνων κλπ. θα αφήσουν αλώβητη τη Μακεδονία. Μόνο τον 6ο και 7ο αιώνα μ.Χ. θα εμφανιστούν πληθυσμοί που επιζητούν μόνιμη εγκατάσταση, οι Σλάβοι πρώτα και μετά οι Βούλγαροι.
Οι Σλάβοι, συνήθως ειρηνικά, διεισδύουν στη Μακεδονία και φθάνουν μέχρι την Πελοπόννησο, όμως σιγά σιγά αφομοιώνονται από τον ελληνικό πληθυσμό. Όπου υπήρξε σχετικό πρόβλημα αντιμετωπίζονται από το Βυζάντιο δυναμικά, ακόμη και με μετοικεσίες. Ακόμη και οι Σλάβοι της Μακεδονίας, που ήταν σχετικά πολυάριθμοι, αφομοιώνονται κατά τη βυζαντινή περίοδο και η νεότερη παρουσία τους στην ευρύτερη Μακεδονία είναι φαινόμενο της οθωμανικής περιόδου.
Οι Βούλγαροι, λαός τουρκικής καταγωγής, εμφανίζονται τον 7ο αιώνα μ.Χ., απλώνονται στη βόρεια Βαλκανική και υποτάσσουν τους Σλάβους, παίρνοντας όμως τη σλαβική γλώσσα. Αυτοί θα αποτελέσουν σοβαρή απειλή για το βυζαντινό ελληνισμό της Μακεδονίας. Πρόσκαιρα επικρατούν επί Κρούμου (803-814 μ.Χ.), επί Συμεών (893-927 μ.Χ.) και επί Σαμουήλ (976-1014 μ.Χ.), αλλά τελικά το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί στην κεντρική και νότια ευρύτερη Μακεδονία, ακόμη και κατά τη Φραγκοκρατία (μετά το 1204 μ.Χ.) και κατά την οθωμανική περίοδο, οπότε στο μακεδονικό χώρο παρατηρείται το αμάλγαμα εθνοτήτων.


Το όνομα της Μακεδονίας ως δηλωτικό εθνικής καταγωγής

Γιατί οι Σκοπιανοί επιμένουν στη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας και γιατί εμείς πρέπει να επιμένουμε στη μη χρήση του;
Η πλαστογράφηση της ελληνικής ιστορίας, με τη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, όχι μόνο καλύπτει ανάγκες του νεοσύστατου κράτους, αλλά έχει και φανερό σκοπό να διατηρεί μια διαρκή απειλή στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, να δικαιολογεί επεμβάσεις στα εσωτερικά της και, με την πρώτη ευκαιρία, να κινήσει διαδικασίες διαμελισμού της.
Στο άρθρο 49 παρ.1 του Συντάγματος του νέου κράτους αναφέρεται ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας μεριμνά για το status … και τα δικαιώματα των μελών του μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες ... βοηθάει την πολιτιστική τους ανάπτυξη και προωθεί τις σχέσεις μαζί τους». Στο άρθρο 3 μιλάει και για αλλαγή συνόρων: «Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μπορούν να αλλάζουν μόνο σύμφωνα με το Σύνταγμα και στη βάση της καλής διάθεσης και σύμφωνα με τους εν γένει διεθνείς κανόνες».
Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για τις επεκτατικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, χρησιμοποίησαν (Ιούλιος 1992) για τη σημαία τους τον ήλιο της Βεργίνας και στο προοίμιο του Συντάγματος αναφέρεται ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας βασίζεται στις κρατικές-νομικές παραδόσεις της (βουλγαρικής) Δημοκρατίας του Κρουσόβου (1903) και στις ιστορικές αποφάσεις της (τιτοϊκής) ASNOM (1944). Και στις δύο περιπτώσεις διατυπώνεται το αίτημα της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, που θα περιλαμβάνει ολόκληρο το μακεδονικό γεωγραφικό χώρο.
Βεβαίως, το νέο κράτος δεν μπορεί να διανοείται ότι για το ορατό μέλλον έχει τη στρατιωτική ή την οικονομική ισχύ να δημιουργήσει μόνο του σοβαρά προβλήματα στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα είναι μια χώρα ομοιογενής, 5πλάσιας έκτασης και 5πλάσιου πληθυσμού από την πανσπερμία των φυλών που συγκατοικούν στο κράτος αυτό. Προφανώς, στηρίζεται στον Αμερικανό προστάτη, που τα συμφέροντά του και οι επιδιώξεις του θεωρούνται από κάποιους (μεταξύ αυτών και ελληνόφωνους) ως «οι εν γένει διεθνείς κανόνες». Πάντως μικρά προβλήματα ήδη δημιουργεί, αφού καταγγέλλει στους διεθνείς οργανισμούς ότι στην Ελλάδα καταπιέζεται η «μακεδονική» μειονότητα και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και οι Ευρωπαίοι ουραγοί του σπεύδουν να μεριμνήσουν για τα δικαιώματα μιας ανύπαρκτης μειονότητας. Το ρόλο αυτής της μειονότητας προσπαθεί να παίξει η οργάνωση Ουράνιο Τόξο, που στις ευρωεκλογές του 2004 πήρε 6.000 ψήφους σ’ όλη την Ελλλάδα!
Κάποιοι εθελόδουλοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να αποδεχτούμε τη λέξη Μακεδονία, γιατί προσδιορίζει γεωγραφικό χώρο και όχι εθνική καταγωγή. Όμως,. με όσα προαναφέραμε, είναι φανερό ότι οι γείτονές μας δεν εννοούν απλώς γεωγραφικό χώρο, αλλά κυρίως εθνική καταγωγή.
Ένας άλλος ισχυρισμός είναι ότι πρέπει να αποδεχτούμε ένα σύνθετο όνομα, ως ένα καλό συμβιβασμό. Αλλά ένα όνομα ’νω ή Βόρεια ή Ορεινή Μακεδονία σημαίνει ότι υπάρχει και η Κάτω ή Νότια ή Πεδινή Μακεδονία, με την πρώτη να είναι ανεξάρτητη και τη δεύτερη να είναι τμήμα άλλου κράτους (της Ελλάδας). ’ρα οι ανεξάρτητοι αυτομάτως τάσσονται ως προστάτες των υπολοίπων.
Το όνομα Σλαβομακεδονία είναι επίσης κακό, αλλά δε συζητείται καν, γιατί δεν το αποδέχονται οι πολυάριθμοι Αλβανοί του κρατιδίου.
Κάποιοι θεωρούν τις παραπάνω ανησυχίες υπερβολικές, αλλά δεν είναι κρυφό ότι οι διάφορες «λέσχες», που αποφασίζουν για λογαριασμό του καπιταλιστικού κόσμου, προβλέπουν σε λίγες δεκαετίες μια πολυεθνική Θεσσαλονίκη, κέντρο των δραστηριοτήτων τους στα Βαλκάνια, με 4 εκατομμύρια κατοίκους, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες θα είναι μειοψηφία και οι ταλαίπωροι μετανάστες θα δηλώνουν όποια εθνικότητα τους υπαγορεύουν άλλοι.


Τι έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ΕΟΚ/Ε.Ε. ;


Η στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Η ανεξαρτητοποίηση της πρώην γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα να εξαλείψει το πρόβλημα που ανέχθηκε να δημιουργηθεί το 1944 και να απαιτήσει από το νεογέννητο κρατίδιο και τα άλλα κράτη να μην ξαναχρησιμοποιηθεί η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της. Όπλα είχε πολλά, όπως η μεγάλη ανάγκη των Σκοπίων για οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα και τα συμφέροντα των άλλων χωρών στην Ελλάδα.
Η τεράστια κινητοποίηση του ελληνισμού σ’ όλο τον κόσμο, με κορυφαία στιγμή το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης (14/2/1992), έδινε δύναμη γι’ αυτούς τους χειρισμούς. Ένα αυθόρμητο μποϋκοτάζ των ολλανδικών και των ιταλικών προϊόντων, ως απάντηση στην ανθελληνική στάση των δύο αυτών χωρών, είχε ως αποτέλεσμα η Ολλανδία και η Ιταλία να συμμαζευτούν, τουλάχιστον επισήμως. ’λλο αποτέλεσμα ήταν να πραγματοποιηθεί στις 13/4/1992 σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών (Μητσοτάκη, Α. Παπανδρέου, Παπαρήγα, Δαμανάκη) υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή, που αποφάσισε να μη δεχτεί η Ελλάδα τη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας ή παραγώγου της. Μόνο το ΚΚΕ διεφώνησε, με τον ισχυρισμό ότι το θέμα του ονόματος είναι δευτερεύον!
Το δυστύχημα για τον ελληνισμό ήταν ότι στην πρωθυπουργία της Ελλάδας βρέθηκε εκείνη τη στιγμή ο Κ. Μητσοτάκης. Έτσι το θέμα του ονόματος έμεινε ανοιχτό, υπολογίζοντας να το επαναφέρουν, όταν θα έχουν εκτονωθεί η αντιδράσεις. Ο Μητσοτάκης μαρτύρησε το μυστικό, δηλώνοντας στις 13/2/1992 ότι δεν έχει και τόση σημασία το όνομα και προβλέποντας ότι σε 10 χρόνια όλοι θα το έχουμε ξεχάσει! Το αποτέλεσμα ήταν διάφορες χώρες να αρχίσουν να αναγνωρίζουν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», είτε επειδή ήθελαν να εξασφαλίσουν την επιρροή τους ή τα συμφέροντά τους στο κρατίδιο, είτε γιατί αυτό ήθελαν οι ΗΠΑ. ’λλες αναγνώρισαν το κράτος, διευκρινίζοντας ότι θεωρούν σε εκκρεμότητα το θέμα του ονόματος, άλλες δέχτηκαν και το όνομα, όπως η Ρωσία του Γιέλτσιν (6/8/1992), η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία. Η Βουλγαρία αναγνώρισε πρώτη τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (17/1/1992), διευκρινίζοντας ότι δεν αναγνώριζε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αντέδρασε σε όλα αυτά, παρότι είχε πολλά να κάνει, όπως απέδειξε η υπαναχώρηση της Ολλανδίας και της Ιταλίας.

Η στάση της ΕΟΚ/Ε.Ε.

Η ΕΟΚ κινήθηκε στη γραμμή Μητσοτάκη (ή αντιστρόφως;). Στις 16/12/1991, ύστερα από ελληνική πρόταση, έθεσε ως προϋπόθεση για την αναγνώριση του νέου κράτους να μη χρησιμοποιήσει ονομασία που να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις. Μετά από 1 μήνα, στις 11/1/1992 η Επιτροπή Διαιτησίας της ΕΟΚ για τη Γιουγκοσλαβία (Επιτροπή Badinter) γνωμοδότησε ότι «η χρήση του ονόματος Μακεδονία δεν υποκρύπτει εδαφικές διεκδικήσεις»!! Η Σύνοδος της Λισαβώνας (27/6/1992) αποδέχτηκε την απόφαση των πολιτικών αρχηγών της Ελλάδας. Όμως σε όλες τις συζητήσεις τους είτε με τους Σκοπιανούς είτε με τρίτους οι αξιωματούχοι της αποκαλούσαν και αποκαλούν «Μακεδονία» το κράτος και «Μακεδόνες» τους πολίτες του. Περιμένουν και αυτοί να εκτονωθεί η αντίδραση των Ελλήνων, για να ευθυγραμμιστούν (όπως πάντα) με τον υπερατλαντικό σύμμαχο.

Η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και η Ενδιάμεση Συμφωνία

Στις εκλογές του Σεπτέμβρη 1993 ο Μητσοτάκης ηττήθηκε και ανέλαβε πρωθυπουργός ο Α. Παπανδρέου, με επισφαλή υγεία, ο οποίος το Φεβρουάριο του 1994 αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) του κρατιδίου και τη διακοπή λειτουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων. Το ελληνικό εμπάργκο επέφερε ζημιά 1,5 δις. δολαρίων στην οικονομία του κρατιδίου. Τα διυλιστήρια και τα χαλυβουργεία διέκοψαν τη λειτουργία τους, επειδή δεν μπορούσαν να ανεφοδιαστούν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Από τότε μέχρι σήμερα όλοι, ακόμη και οι ίδιοι οι Σκοπιανοί, συμφωνούν ότι το κρατίδιο δεν μπορεί να αναπνεύσει οικονομικά χωρίς την Ελλάδα.
Όμως, όπως σε όλα τα σοβαρά ζητήματα, ο Α. Παπανδρέου άλλαξε γραμμή και μετά 1,5 χρόνο ο υπουργός του των Εξωτερικών Κ. Παπούλιας σύρθηκε στη Ν. Υόρκη, όπου το Σεπτέμβριο του 1995 υπέγραψε την «Ενδιάμεση Συμφωνία», που υποτίθεται ότι θα δημιουργούσε προϋποθέσεις άρσης του αδιεξόδου. Με τη συμφωνία αυτή οι Σκοπιανοί αντικατέστησαν στη σημαία τους τον ήλιο της Βεργίνας με άλλον παρεμφερή και έδωσαν εξηγήσεις ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματός τους δεν έχουν «αλυτρωτικό» χαρακτήρα. Η Ελλάδα διέκοψε το εμπάργκο, δηλαδή εγκατέλειψε κάθε πίεση, χωρίς να κερδίσει τίποτα, γιατί το μείζον θέμα του ονόματος παρέμενε πάλι σε εκκρεμότητα.
Μέχρι να βρεθεί λύση συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται ως προσωρινό όνομα το «ΠΓΔΜ» (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), με το οποίο έγινε δεκτή και στον ΟΗΕ στις 7/4/1993 (χωρίς αποδοχή της σημαίας). Όμως η συμφωνία δεν τηρήθηκε ούτε από τους Σκοπιανούς ούτε από τους προστάτες τους. Όλοι μιλούσαν για «Μακεδονία» και «Μακεδόνες». Η συμφωνία ήταν μια καθαρή εξαπάτηση του ελληνικού λαού, αφού ο χρόνος θα λειτουργούσε σε βάρος της Ελλάδας,. Η στροφή του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε και με τις δηλώσεις του μετέπειτα υπουργού εξωτερικών Πάγκαλου, ο οποίος χαρακτήρισε το ζήτημα του ονόματος «χαμένη υπόθεση». Τι διαπραγμάτευση μπορούσαν πλέον να περιμένουν οι Έλληνες από αυτόν και τους ομοίους του;
Η δέσμευση στην Ενδιάμεση Συμφωνία για αναζήτηση κοινά αποδεκτού ονόματος οδήγησε σε συνομιλίες των δύο μερών στα πλαίσια του ΟΗΕ. Όμως, ύστερα από 9 χρόνια συνομιλιών δεν έγινε κανένα βήμα προόδου, γιατί δεν υπήρχε καμιά τέτοια διάθεση, τουλάχιστον από πλευράς Σκοπίων.


Οι θέσεις του Α.Σ.Κ.Ε.

1) Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδεχτεί τη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας ή κάποιου σύνθετου ονόματος, για τους λόγους που προαναφέραμε, δηλαδή πρέπει να εμμείνουμε στην απόφαση των πολιτικών αρχηγών του 1992.
2) Να ξεκινήσουμε εκστρατεία ενημέρωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για να καταρρίψουμε τα ιδεολογήματα των γειτόνων μας και των προστατών τους και να προβάλουμε τις ελληνικές θέσεις. [Είναι απαράδεκτο ο Έλληνας πρωθυπουργός να επισκέπτεται σήμερα σημαντικές χώρες, όπως η Ρωσία και η Αίγυπτος, και να μην προβάλλει τις ελληνικές θέσεις.]
3) Να μην έχουμε αυταπάτες ότι θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα ευνοϊκά στα πλαίσια της Ε.Ε. ή του ΝΑΤΟ, γιατί δεν είναι φορείς απονομής δικαιοσύνης, αλλά εξυπηρέτησης συμφερόντων. Έχουμε πικρή εμπειρία από τα εθνικά ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου. Βεβαίως, η συνεχής υποχωρητικότητά μας και σ’ αυτό το εθνικό μας ζήτημα έχει δημιουργήσει μια δύσκολη κατάσταση. Όμως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ είναι οι δυσμενέστεροι χώροι, για να υπερασπίσουμε τα εθνικά μας δίκαια.
4) Η Ελλάδα πρέπει να θεωρήσει ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία έπαψε να ισχύει, αφού πέρασε η 7ετία που προέβλεπε, χωρίς να υπάρξει συμφωνία για το όνομα και, κυρίως, χωρίς να τηρήσουν τα Σκόπια τη Συμφωνία στο σκέλος που αφορά στην ονομασία του κράτους τους. Επομένως, αφού περάσει και το 12μηνο που προβλέπεται, η Ελλάδα δε δεσμεύεται από καμιά συμφωνία και μπορεί με όποιο τρόπο κρίνει να υποστηρίξει τις θέσεις της.
5) Μετά την εκστρατεία ενημέρωσης, πρέπει να γίνει σαφές σε κάθε χώρα ότι η περιφρόνηση των ελληνικών θέσεων δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες. Η Ελλάδα έχει πολλά όπλα, για να κάνει σεβαστή τη θέση της.
6) Τα παραπάνω ισχύουν κατ’ αρχάς για τους γείτονές μας, οι οποίοι πρέπει έπίσης να κατανοήσουν ότι η μετατροπή του κράτους τους σε προτεκτοράτο σημαίνει δυστυχία και συνεχείς ταραχές. Οι Σκοπιανοί ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι η μόνη γειτονική τους χώρα που δε διεκδικεί τίποτα απ’ αυτούς, ότι είναι η μόνη σίγουρη σύμμαχος, που μπορεί να εγγυάται την ασφάλειά τους και να συμβάλει σημαντικά στο ξεπέρασμα της τραγικής οικονομικής τους κατάστασης.
Δυστυχώς το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας (και οπωσδήποτε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα) δείχνει αποφασισμένο να συμφωνήσει στη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας από τους γείτονές μας, είτε γιατί αυτό υπαγορεύουν οι Δυτικοί προστάτες, είτε γιατί θεωρούν ότι ακόμη και σήμερα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις αποφάσεις της Κομιντέρν. Το ΑΣΚΕ πιστεύει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού δε συναινεί ούτε πρόκειται ποτέ να συναινέσει σε τυχόν τέτοια συμφωνία και θα κρατάει το θέμα ανοιχτό, μέχρι να σταματήσει η πλαστογράφηση της ιστορίας του.