Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΙΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ;

Η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις πιο δημοκρατικές και κοινωνικά δίκαιες, διότι παρέχει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης σ’ όλους. Όμως υπάρχουν και μελανά σημεία, όπως ύπαρξη μεγάλου αριθμού ιδιωτικών σχολείων, η ανάγκη ύπαρξης, φροντιστηρίων για εκμάθηση ξένων γλωσσών, και φροντιστηρίων προετοιμασίας των μαθητών για τις εισαγωγικές εξετάσεις ανωτάτων σχολών, λόγω εγγενών προβλημάτων στη λειτουργία των δημοσίων σχολείων. Παρ’ όλα αυτά και τον πόλεμο από το Υπουργείο Παιδείας, η δημόσια παιδεία παρέχεται σε υψηλό επίπεδο. Ο τέως Υπουργός Αρβανιτόπουλος και οι σύμβουλοί του υπακούοντας σε εντολές άνωθεν, μεθόδευσαν την αποδυνάμωσή της με διαδικασίες που ελπίζουμε να μην εφαρμοστούν από τη νέα ηγεσία. Η εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό που αφορά όλους. Το δημόσιο σχολείο, (όπως και όλα τα δημόσια αγαθά), ενισχύει το αίσθημα της κοινωνικής ενότητας. Η συνέχειά του είναι συνυφασμένη με την ίδια τη διατήρηση της δημοκρατίας.

Ένα ύπουλο και κρυφό χτύπημα στη δημόσια εκπαίδευση σχεδίαζαν με την εισαγωγή του θεσμού του εκπαιδευτικού κουπονιού (Schoolvoucher), που συνδυάζεται με την ελεύθερη επιλογή σχολείου από τις οικογένειες των μαθητών. Αυτό ήταν στα σχέδια και του Γιώργου Παπανδρέου, που ευτυχώς δεν πρόλαβε να υλοποιήσει. Το εκπαιδευτικό κουπόνι – αν ποτέ υπάρξει- , θα δίνεται στους γονείς κάθε παιδιού και θα αντιστοιχεί στα έξοδα της φοίτησής του για ένα έτος. Οι γονείς θα αναζητούν το καλύτερο σχολείο για το παιδί τους σε μια μεγάλη βάση δεδομένων που θα περιέχει όλα τα στοιχεία των σχολείων της χώρας. Αν επιλέξουν ιδιωτικό σχολείο, προφανώς θα πληρώνουν τη διαφορά. Στην αρχή κάθε εκπαιδευτικού έτους ο κάθε διευθυντής σχολείου θα πηγαίνει στην τράπεζα με τα κουπόνια που θα έχει καταφέρει να μαζέψει και θα τα εξαργυρώνει σε χρήματα. Με τα χρήματα αυτά θα πρέπει να καλύψει όλα τα λειτουργικά έξοδα του σχολείου του (μισθοί εκπαιδευτικών, ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κτιριακή συντήρηση, πετρέλαιο, εξοπλισμός εποπτικών μέσων κ.α). Δηλαδή το κάθε σχολείο θα έχει το δικό του προϋπολογισμό  (ανάλογα με τον αριθμό των εγγραφών) και με αυτό θα πρέπει να καλύπτει όλα τα λειτουργικά έξοδα για ένα έτος, σα να ήταν μια αυτόνομη επιχείρηση.

Ποιες είναι όμως οι αιτίες που η κυβέρνηση φαίνεται ότι μελετά την εφαρμογή του μοντέλου του εκπαιδευτικού κουπονιού; Από τη μία θα δώσει ένα νέο κτύπημα στο κοινωνικό κράτος (συρρίκνωση δημόσιας παιδείας) και από την άλλη θα ευνοήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα και τους αγαπημένους της «σχολάρχες» (δίνοντάς τους κρατική χρηματοδότηση, αφού οι γονείς θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν το voucherκαι στα ιδιωτικά σχολεία).

Το κλειδί της όλης υπόθεσης είναι να μεταφέρει την ευθύνη για το ποια δημόσια σχολεία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και ποια θα κλείσουν, στους γονείς. Τα «κακά» και τα μικρά  σχολεία απομακρυσμένων περιοχών, θα λειτουργούν με χαμηλό ετήσιο προϋπολογισμό και τελικά θα κλείνουν, αφού δεν θα έχουν αρκετούς «πελάτες». Ουσιαστικός, λοιπόν, στόχος είναι το κάθε σχολείο να λειτουργεί ως μια αυτόνομη επιχείρηση που το μέλλον της θα κρίνεται από τις «πωλήσεις» της (εγγραφές μαθητών). Οι εκπαιδευτικοί που θα ανήκουν σε ένα σχολείο που θα αναγκαστεί να κλείσει, απλά θα απολύονται.

Βέβαια για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του εκπαιδευτικού κουπονιού έχει γίνει μια απίστευτη προετοιμασία από πλευράς του υπουργείου παιδείας (αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας, ατομική αξιολόγηση, σύστημα καταγραφής δεδομένων myschool, σταθμισμένες εξετάσεις με τη χρήση τράπεζας θεμάτων).

Οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, εδώ και λίγο καιρό, ζητούν επιτακτικά από την κυβέρνηση κρατική χρηματοδότηση μέσω εκπαιδευτικών κουπονιών. Το υπουργείο παιδείας λοιπόν θα δίνει στους γονείς το δικαίωμα να επιλέξουν (με τη χρήση του voucher) και ιδιωτικό σχολείο για το παιδί τους, αρκεί να καλύπτουν τη διαφορά στα έξοδα φοίτησης. Φυσικά δε θα είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση θα προωθήσει κρατική χρηματοδότηση σε ιδιωτικά συμφέροντα (τρανό παράδειγμα οι τράπεζες, η υγεία, η ασφάλιση κλπ). Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα σώσει οικονομικά πολλούς σχολάρχες που λόγω της κρίσης αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά αδιέξοδα, αλλά και θα χρησιμοποιήσει την μετατόπιση πολλών παιδιών από τα δημόσια στα ιδιωτικά σχολεία για να ελαττωθεί ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στα δημόσια σχολεία και έτσι αυτά να οδηγούνται στη συγχώνευση ή στο κλείσιμο.

Όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, προηγείται η προετοιμασία του εδάφους από μελέτες που αποδεικνύουν αυτό που συμφέρει τους ενδιαφερόμενους. Στα μέσα του Φλεβάρη του 2014 έλαβε χώρα το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Ποιό ήταν το βασικό θέμα του συνεδρίου; Το εκπαιδευτικό κουπόνι. Παραβρέθηκαν εκτός από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, οι υπουργοί Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλος, ο κ. Κεδίκογλου, ο υπουργός Ανάπτυξης κ.Χατζηδάκης και ο Γενικός Επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης κ. Ρακιντζής.

Σ’ αυτό το συνέδριο τονίστηκαν και τα εξής: 5.000 τον χρόνο κοστίζει ένας μαθητής δημοσίου Γυμνασίου στο ελληνικό κράτος, 7000 ευρώ κατά μέσο όρο κοστίζει ο αντίστοιχος μαθητής του ιδιωτικού Γυμνασίου στους γονείς του. Είναι φανερό ότι η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Σκεφθείτε λοιπόν τους γονείς που θα έχουν ένα κουπόνι στα χέρια τους και θα μπορούν να επιλέξουν και δημόσιο και ιδιωτικό σχολείο. Τι θα επέλεγαν;

Το Υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια έχει φροντίσει να υποβαθμίσει τη δημόσια παιδεία, να αμαυρώσει την εικόνα των εκπαιδευτικών του δημοσίου και την εικόνα των δημόσιων σχολείων. Θεωρεί ότι τα μεσαία ή και κατώτερα στρώματα που ψάχνουν απελπισμένα να αναρριχηθούν ταξικά μέσω των παιδιών τους, θα υποδεχτούν ως «μάννα εξ ουρανού» το εκπαιδευτικό κουπόνι, που θα τους δίνει το δικαίωμα να γράψουν το παιδί τους σε ένα καλό σχολείο της επιλογής τους.

Τι συμβαίνει όμως αλλού; Στις ΗΠΑ και στην Αγγλία αλλά και σε αρκετές άλλες χώρες που εφαρμόστηκε το voucher, στην αρχή είχε θετική υποδοχή. Όμως σταδιακά τα σχολεία μετατράπηκαν σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις όπου έπρεπε να διασφαλίζουν τη φήμη τους για να συνεχίζουν να υπάρχουν, αφήνοντας όμως στην άκρη τον ουσιώδη παιδαγωγικό τους ρόλο. Προετοίμαζαν τους μαθητές τους μόνο για τις εξετάσεις και έριχναν το βάρος σε μαθήματα που εξετάζονταν σε εθνικό επίπεδο (μαθηματικά, γλώσσα) με αποτέλεσμα την πλημμελή εκπαίδευση τους σε όλα τα άλλα μαθήματα.

Στους εκπαιδευτικούς που έβλεπαν ότι το επαγγελματικό τους μέλλον εξαρτάται από το μέλλον της σχολικής μονάδας (φήμη, επιτυχίες, εγγραφές) παρατηρήθηκε έξαρση του συνδρόμου της εργασιακής εξουθένωσης (burnoutsyndrome), αφού υπερέβαλλαν εαυτόν λόγω της ανασφάλειας και αναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες εκτός ωραρίου για να προετοιμάσουν τους μαθητές για εξετάσεις.

Ενώ στην αρχή όπου εφαρμόστηκε το voucherκάλυπτε το σύνολο της φοίτησης, από ένα σημείο και μετά άρχισαν να μπαίνουν επιπλέον χρεώσεις στους γονείς με νέα «εκπαιδευτικά προϊόντα» που προσέφερε το σχολείο στους μαθητές και που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο αρχικό πακέτο.

Δημιουργήθηκε η κατηγορία των ανεπιθύμητων μαθητών που κανένα σχολείο δεν τους ήθελε, γιατί θα αμαύρωναν τη φήμη του. Αδύναμοι μαθητές, μαθητές με μαθησιακά προβλήματα, μαθητές με οικογενειακά προβλήματα, παιδιά μεταναστών, ζωηροί μαθητές, παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες θεωρήθηκαν προβλήματα του σχολείου και οι διευθυντές φρόντιζαν να απαλλαγούν από αυτούς, είτε ελέγχοντας τις εγγραφές τους είτε εκμεταλλευόμενοι τις διατάξεις που ευνοούσαν κάτι τέτοιο.

Βασικός υποστηρικτής του εκπαιδευτικού κουπονιού  (Schoolvoucher) ήταν ο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν (θεμελιωτής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας, του μονεταρισμού), που ισχυριζόταν ότι  «το εκπαιδευτικό κουπόνι είναι ένα μέσο για να επιτευχθεί η μετάβαση από ένα κρατικό σύστημα σε ένα σύστημα της αγοράς». Η πρώτη που έτρεξε να εφαρμόσει το voucherστη χώρα της ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ , πιστή φίλη του Φρίντμαν.

Το voucherστην ουσία μετατρέπει τον γονέα σε καταναλωτή και το σχολείο σε προϊόν. Ο νεοφιλελευθερισμός τους προτρέπει: «πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας, το παιδί σας αξίζει ένα καλύτερο σχολείο». Όμως στόχος του είναι να ενισχύσει τις ανισότητες, ώστε η πλειονότητα των μαθητών να αποθαρρύνεται και να επιλέγει το δρόμο της κατάρτισης και της μαθητείας, αφού το σύστημα αυτή τη στιγμή έχει ανάγκη από φτηνά εργατικά χέρια και όχι από μυαλά. Είναι προφανές ότι η αντίσταση στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί παρά να είναι ισχυρή και αποτελεσματική. Η δημόσια παιδεία θα αντέξει και θα παραμείνει ισχυρή. Ο λαός πρέπει να επαγρυπνεί και αποτρέψει τέτοιες μεθοδεύσεις, όπου και αν παρουσιαστούν.